- χηνιδής
- -οῡς, ὁ, Αβλ. χηνιδεύς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χηνιδεύς — έως, και χηνιδής, οῡς, ὁ, Α χηνάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός + επίθημα ιδεύς, το οποίο απαντά σε ον. νεογνών ζώων (πρβλ. ἀετ ιδεύς)] … Dictionary of Greek